- ἀξιόχρεος
- ἀξιόχρεωςFoed. Delph.Pell.masc/fem nom sg (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αξιόχρεος — η, ο αυτός που ξεπληρώνει τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει, αξιόπιστος: Κοντά στ άλλα παρουσίασε και αξιόχρεο εγγυητή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναξιόχρεος — η, ο (και αναξιόχρεως, ων) ο μη άξιος να πληρώσει τα χρέη του ή να εγγυηθεί ξένα, ο αναξιόπιστος στις συναλλαγές. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + αξιόχρεος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Νικολάου Κοντοπούλου] … Dictionary of Greek
αξιόχρεως — (Α ἀξιόχρεως, ων κ. ιων. ἀξιόχρεος, ον) όποιος εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει, συνεπής, αξιόπιστος αρχ. 1. αξιόλογος, σημαντικός («ἀξιόχρεως πόλις, Θουκυδ.) 2. ο ικανός, αυτός που μπορεί να κάνει κάτι («ἢ οὐκ ἀξιόχρεως ο θεός...… … Dictionary of Greek
πίστη — η / πίστις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. γεν. ιος, Α 1. η αφηρημένη έννοια τού πιστεύω, η παραδοχή ενός πράγματος ως αληθινού, εμπιστοσύνη 2. η υποκειμενική βεβαιότητα σχετικά με ένα πράγμα ή μια κατάσταση 3. η εμπορική υπόληψη, το να θεωρεί κανείς ότι… … Dictionary of Greek
φερέγγυος — α, ο / φερέγγυος, ον, ΝΜΑ αυτός που παρέχει ή μπορεί να δώσει εγγύηση, εχέγγυος, αξιόπιστος, αξιόχρεος (α. «φερέγγυος οφειλέτης» β. «Πολυφόντου βία, φερέγγυον φρούρημα», Αισχύλ.) αρχ. 1. ο άξιος ή ο ικανός να δώσει λόγο για κάτι 2. (με απρμφ.)… … Dictionary of Greek
φερέγγυος — α, ο αυτός που αποτελεί εγγύηση, ο εχέγγυος, ο αξιόπιστος, ο αξιόχρεος, ο ασφαλής: Φερέγγυος χρεώστης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)